- βαβάλι
- το (AM βαβάλιον, Μ και -λιν)η κούνιανεοελλ.το φέρετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπάμπαλα — τα οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βαβάλι(ν) «μπουμπούκι»] … Dictionary of Greek